χάρος

χάρος
ο смерть;

§ παλεύω με το χάρο — быть при последнем издыхании, быть в агонии;

τον πήρε ο χάρος — он умер;

όποιον πάρει ο χάρος ( — убивать) без разбора;

τον βλέπω σαν τον χάρο — я его ненавижу;

τον ξέχασε ο χάρος — про него и смерть забыла (о старом человеке);

κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη — погов, жизнь — плутовка, смерть — воровка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χάρος" в других словарях:

  • Χάρος — Χάρος, ο και Χάροντας, ο 1. προσωποποίηση του θανάτου: Χάρο δε φοβάται. 2. φρ., «Τον πήρε ο Χάρος», πέθανε. 3. φρ., «Τον βλέπω σαν το Χάρο μου», τον μισώ, όπως μισώ και το Χάρο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για …   Dictionary of Greek

  • ηλιόχαρος — και λιόχαρος, η, ο (για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χαρος (< χαρά), πρβλ. περί χαρος, πολεμό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • κατάχαρος — η, ο (για πρόσ.) αυτός που είναι γεμάτος χαρά, καταχαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαρος (< χαρά), πρβλ. περί χαρος, πρόσ χαρος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόχαρος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλες χάρες, που είναι πολύ χαριτωμένος 2. αυτός που χαρίζει πολλά, γενναιόδωρος 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεγαλόχαρη προσωνυμία τής Θεοτόκου ως κεχαριτωμένης και πολύ ευεργετικής σε αυτούς που τήν επικαλούνται. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μικρόχαρος — η, ο και μικροχαρής, ές (Α μικροχαρής, ές) 1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα 2. μικροπρεπής, κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό χαρος …   Dictionary of Greek

  • νερόχαρος — η, ο υδροχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό χαρος, πολεμό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • εύχαρος — εὔχαρος, ον (Μ) ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρος (< χάρις), πρβλ. ά χαρος] …   Dictionary of Greek

  • ολόχαρος — η, ο γεμάτος χαρά, περιχαρής. επίρρ... ολόχαρα με μεγάλη χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • πασίχαρος — η, ο ο πολύ χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + χάρος (< χαίρω), πρβλ. πρόσ χαρος] …   Dictionary of Greek

  • περίχαρος — η, ο 1. περιχαρής, καταχαρούμενος 2. γεμάτος χάρη, χαριτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαρος (< χαρά), πρβλ. πρόσ χαρος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»